παθησις

παθησις
    πάθησις
    -εως (ᾰ) ἥ испытывание внешних воздействий, страдательное состояние
    

(τὸ μὲν ποίησις, τὸ δὲ π. Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παθησις" в других словарях:

  • πάθησις — passivity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήσει — πάθησις passivity fem nom/voc/acc dual (attic epic) παθήσεϊ , πάθησις passivity fem dat sg (epic) πάθησις passivity fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήσεις — πάθησις passivity fem nom/voc pl (attic epic) πάθησις passivity fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθησι — πάθησις passivity fem voc sg πάσχω have aor subj mp 2nd sg (epic) πάσχω have aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθησιν — πάθησις passivity fem acc sg πάσχω have aor subj mp 2nd sg (epic) πάσχω have aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθηση — η (ΑΜ πάθησις) [πάσχω] βλάβη στον οργανισμό και καταστροφή τής υγείας και τής ισορροπίας του, η κατάσταση τού πάσχοντος, νόσος, ασθένεια, οργανική βλάβη («πάθηση τών νεφρών») νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται ως στατική, η… …   Dictionary of Greek

  • παθήσεως — παθήσεω̆ς , πάθησις passivity fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»